κιγκλίδωμα

κιγκλίδωμα
Περίφραγμα από μέταλλο, ξύλο ή μάρμαρο, το οποίο τοποθετείται σε ανοίγματα και εξώστες κτιρίων. Χρησιμοποιείται για τον περιορισμό ενός ή για τον διαχωρισμό δύο χώρων, επιτρέποντας την οπτική επικοινωνία. Δείγματα κ. από την κλασική αρχαιότητα δεν σώζονται. Είναι γνωστή η ύπαρξη κ. –των δρυφάκτων– στις παλαιοχριστιανικές βασιλικές, μέσω των οποίων προέκυψαν τα τέμπλα με την πάροδο των αιώνων. Αντίθετα, η συντεχνιακή παράδοση δημιούργησε θαυμάσια έργα τον Μεσαίωνα, ιδίως στη γοτθική περίοδο και στις χώρες όπου άνθησε η τέχνη του σφυρήλατου σιδήρου: Ισπανία, Γερμανία, Γαλλία (το κ. του καθεδρικού ναού του Λε Πιί είναι του 12ου αι.). Από την περίοδο της Αναγέννησης, αξιόλογα είναι το μαρμάρινο κ. του Εβρέ (16ος αι.) και το κ. από σφυρήλατο σίδηρο του καθεδρικού ναού της Γρενάδα (16ος αι.). Από τη λαμπρή και μεγαλοπρεπή περίοδο του μπαρόκ, ξεχωρίζουν το κ. του παρεκκλησίου Σαν Τζενάρο στη μητρόπολη της Νάπολης, το κ. της εισόδου της Βίλα Μποργκέζε στη Ρώμη (σχεδιασμένο μαζί με την πλούσια κύρια είσοδο από τον Βαζάντσιο), το κ. του βοτανικού κήπου του Ανζέ (17ος αι.), του Σαντ Ούλρικο στην Αυγούστα (18ος αι.) και το κ. του μεγάρου Μπαρμπερίνι στη Ρώμη, έργο στα τέλη του 19ου αι. σε στιλ μπαρόκ. Αξιόλογα κ. συναντώνται στα Επτάνησα λόγω των δυτικών επιδράσεων και του θεσμού των κλαδικών συντεχνιών. Στην υπόλοιπη Ελλάδα παρατηρούνται αξιόλογα κ., κυρίως ασφαλείας. Ενδιαφέρουσα είναι η μορφή κ. του παραθύρου, που καμπυλώνεται προς τα έξω, ώστε να επιτρέπει τη θέα και προς τα πλάγια. Η κατασκευή των κ. γινόταν με στρογγυλές ή τετράγωνες σιδερένιες ράβδους, τοποθετημένες καθέτως και οριζοντίως, σε απόσταση 12 έως 14 εκ. Έτσι αποτρέπεται η πρόσβαση στον εσωτερικό χώρο μέσα από αυτά, ενώ συγχρόνως εξασφαλίζεται μια σχεδόν πλήρης ορατότητα. Το πλέγμα των ράβδων είναι τέτοιο ώστε να προσδίδει στο κ. επαρκή ακαμψία. Με την παρακμή των διακοσμητικών τεχνών και των σχολών τέχνης, η παλιά συντεχνιακή παράδοση εξέλειψε. Τελευταία περίοδος σχετικής λαμπρότητας υπήρξε εκείνη που σχετιζόταν με την επεξεργασία του σφυρήλατου σιδήρου στο λεγόμενο στιλ λίμπερτι. Σήμερα, το κ. έχει χάσει τη διακοσμητική του υπόσταση και έχει περιοριστεί στη λειτουργική του χρησιμότητα, ακολουθώντας τις γενικές αρχιτεκτονικές τάσεις της εποχής. Εξάλλου, η εισαγωγή μεθόδων εύκολης και γρήγορης κοπής και συναρμολόγησης, η συγκόλληση κλπ. συνέτειναν στην απλούστευση των μορφών και στην εγκατάλειψη των χειροποίητων διακοσμητικών στοιχείων. Ένα χαρακτηριστικό κιγκλίδωμα μπαρόκ, με κομψό ελικοειδές μοτίβο. Κιγκλίδωμα εισόδου, από σφυρήλατο σίδηρο, του ανακτόρου Μπελβεντέρε της Βιέννης. Κιγκλίδωμα του βασιλικού ανάκτορου του Τορίνο. Τυπικό κιγκλίδωμα, διακοσμητικό αλλά κατάλληλο και για ασφάλεια, με ράβδους τοποθετημένες οριζόντια και κάθετα.
* * *
το (Μ κιγκλίδωμα)
φραγμός από κάγκελα, περίφραγμα από κιγκλίδες
νεοελλ.
φρ. «κιγκλίδωμα κλίμακας» — οι κιγκλίδες που τοποθετούνται στα πλάγια σκάλας και χρησιμεύουν ως στήριγμα εκείνων που ανέρχονται και κατέρχονται.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο *κιγκλιδῶ (< κιγκλίς, -ίδος ή από μεταπλασμό τού κιγκλίζω [Ι]). Το νεοελλ. κιγκλιδώνω μαρτυρείται πολύ μεταγενέστερα. Μαρτυρείται εξάλλου και αρχ. ρηματ. επίθ. κιγκλιδωτός*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κιγκλίδωμα — το ατος, φραγμός από κάγκελα: Η σκάλα έχει κιγκλίδωμα δεξιά και αριστερά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ιππική — Όρος που χρησιμοποιείται για να εκφράσει το σύνολο των αγώνων που διεξάγονται με άλογα και κατά προέκταση ό,τι αφορά την εκτροφή και την εκγύμναση των αλόγων. Η ι. από αθλητική άποψη διαιρείται σε ιππασία και ιππικούς αγώνες. ιππασία. Η τέχνη της …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Σποράδες — Έτσι ονομάζονταν στην αρχαιότητα τα κατασπαρμένα νησιά του Αιγαίου, του Κρητικού και του Καρπάθιου πελάγους, σε αντίθεση προς το νησιωτικό κύκλο, που περιέκλειε τη Δήλο. Στα νεώτερα χρόνια είχε επικρατήσει να ονομάζονται Ανατολικές Σ. τα κατά… …   Dictionary of Greek

  • θωράκιο — Όρος της αρχιτεκτονικής που σημαίνει το στηθαίο, το παραπέτο ή κουρτέλο. Αποτελεί προτοίχισμα μικρού ύψους, από 90 έως 120 εκ., που τοποθετείται για να προφυλάσσει από την πτώση τα άτομα που κυκλοφορούν εκεί. Θ. χρησιμοποιούνται στους εξώστες,… …   Dictionary of Greek

  • κιγκλιδωτός — ή, ό (Α κιγκλιδωτός, ή, όν) φραγμένος με κιγκλίδωμα, καγκελωτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο *κιγκλιδώ. Βλ. και κιγκλίδωμα] …   Dictionary of Greek

  • Рицос, Яннис — Яннис Рицос Γιάννης Ρίτσος …   Википедия

  • έρκος — ἕρκος, τὸ (AM) φραγμός μσν. κιγκλίδωμα στη βάση τής κλίμακας τού άμβωνα αρχ. 1. περίβολος, φράκτης κήπων ή αμπελώνων 2. ο αυλόγυρος* 3. η αυλή τού σπιτιού 4. το όστρακο που περικλείει την πίννα 5. τείχος για υπεράσπιση, προμαχώνας 6. το δίχτυ, ο… …   Dictionary of Greek

  • αδρύφακτος — ἀδρύφακτος, ον (Μ) [δρύφακτος] 1. αυτός που δεν έχει δρύφακτο, δηλ. κιγκλίδωμα [«ἀδρύφακτον, ἄνευ δικαστηρίου, ἥ ἀφύλακτον, ἀτείχιστον» (Ησύχιος)] 2. «ἄπονος καὶ ἀταλαίπωρος» (Ανέκδ. Βεκκ. 345) …   Dictionary of Greek

  • ακιγκλίδωτος — η, ο αυτός που δεν τόν περιέφραξαν με κιγκλίδωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + κιγκλιδωτός < κιγκλιδώνω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”